ἀρρώξ

ἀρρώξ
ἀρρώξ
without cleft
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρρώξ — ἀρρώξ, ο, η (Α) αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώξ ( ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀρρῶξιν — ἀρρώξ without cleft masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαμαξεύω — ἐπαμαξεύω, ιων. τ., αντί ἐφαμαξεύω (Α) 1. διέρχομαι πάνω σε άμαξα 2. παθ. (για τη γη) έχω ίχνη τροχών άμαξας («γῆ ἀρρώξ οὐδ ἐπημαξευμένη» Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • πνευμόρρωξ — ωγος, ὁ, Μ 1. η ρήξη πνεύμονα 2. αυτός που πάσχει από ρήξη τού πνεύμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων + ῥώξ (< ῥήγνυμι), πρβλ. αρρώξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”